compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
return | |
commun. el. | επιστρέφω |
el. | απόδοση |
fin. | επιτόκιο |
IT dat.proc. | επαναφορά |
law fin. environ. | εισόδημα/έσοδο |
market. | προϊόν πώλησης |
nat.sc. agric. | επιστροφή |
tech. construct. | σωλήνας επιστροφής |
transp. | επιστροφή οχημάτων στη χώρα προέλευσης |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |