compulsory | |
gen. | υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
Checking | |
gen. | Έλεγχος |
checking | |
gen. | αντιπαραβολή |
chem. met. | μικρορηγμάτωση |
commun. | επαλήθευση |
industr. construct. | ράγισμα; ρωγμή; σκάσιμο |
IT dat.proc. | έλεγχοι; έλεγχος |
met. | έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέρα |
| |||
υποχρεωτική; υποχρεωτικό; υποχρεωτικός |
compulsory : 170 phrases in 28 subjects |