compressor-expander | |
el. | συστολέας-διαστολέας; Συμπιεστοεπεκτατής; συμπιεστής-αναπτύκτης; συνδιαστολέας |
technique | |
gen. | τεχνική |
| |||
συστολέας-διαστολέας m; Συμπιεστοεπεκτατής f; συμπιεστής-αναπτύκτης m; συνδιαστολέας m | |||
English thesaurus | |||
| |||
COMPANDER |
compressor/expander : 6 phrases in 2 subjects |
Electronics | 5 |
Information technology | 1 |