Compression | |
gen. | Θλίψη |
compression | |
commun. | συμπίεση αντίθεσης |
commun. transp. | ευκρίνια |
earth.sc. mech.eng. | συμπίεση; συμπίεση της ανάρτησης |
environ. | συμπίεση |
IT mech.eng. | συμπίεση δεδομένων |
life.sc. coal. | σύνθλιψη |
life.sc. el. | συνίζησις |
med. | πίεση |
roller | |
agric. | κύλινδρος του ζυμωτηρίου |
earth.sc. | αναρρηγνυόμενο κύμα; αντιμάμαλο; εκχυνόμενο κύμα |
industr. | έλαστρο |
lab.law. | ελασματουργός θερμής ελάσεως; χειριστής ελάστρου ξεχονδρίσματος; χειριστής τελικών ελάστρων |
textile | αντίο |
beater | |
agric. | σπάτουλα για τη μάλαξη του βουτύρου; διάταξη αλωνισμού |
commun. | ολλανδικός καθαριστής |
construct. | τραπέζι κτυπήματος του πηλού |
industr. construct. | χτυπητήρας ανοιχτικού μηχανήματος; κτυπητήρας; δόντι από χτυπητήρι; χτένα; χτένι; κοπανιστήρας |
| |||
συμπίεση αντίθεσης | |||
ευκρίνια m | |||
συμπίεση f; συμπίεση της ανάρτησης | |||
συμπίεση δεδομένων | |||
σύνθλιψη f | |||
συνίζησις f | |||
πίεση f | |||
συστολή f | |||
| |||
Θλίψη f | |||
| |||
συμπίεση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
cmp | |||
| |||
Compr. (A Hun); Comp. (A Hun) |
compression : 341 phrases in 27 subjects |