complexing | |
agric. | συμπλοκή; σχηματισμός συμπλόκων |
agent | |
gen. | παράγων |
account. | αντιπρόσωπος |
comp., MS | διαμεσολαβητής; παράγοντας; συνεργάτης |
health. | δραστικό μέσο; θραστική δύναμη; ποιητικό αίτιο |
law commer. | εμπορομεσίτης |
proced.law. | πράκτορας |
| |||
συμπλοκή; σχηματισμός συμπλόκων | |||
συμπλοκοποίηση |
complexing : 5 phrases in 2 subjects |
Chemistry | 4 |
Environment | 1 |