complete abbr. | |
gen. | συμπλήρωση; πλήρες; ολοκληρώνω; συμπληρώνω |
IT | συμπερασματικά πλήρης |
med. | πλήρης; τέλειος |
sorting abbr. | |
agric. industr. | γυάλισμα καλύμματος |
comp., MS | ταξινόμηση; ταξινόμηση |
environ. | διαχωρισμός |
industr. construct. | διαλέγω |
med. | διαλογή πρωτεϊνών; πρωτεϊνική ταξινόμηση; επιλογή; ταξινόμηση; διαλογή |
| |||
πλήρες; ολοκληρώνω; συμπληρώνω | |||
| |||
συμπερασματικά πλήρης | |||
πλήρης; τέλειος | |||
| |||
συμπλήρωση | |||
αποπερατώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
compl | |||
compl. | |||
| |||
Count On Making People Lives Easier To Enjoy |
complete : 254 phrases in 34 subjects |