complete abbr. | |
gen. | συμπλήρωση; πλήρες; ολοκληρώνω; συμπληρώνω |
IT | συμπερασματικά πλήρης |
med. | πλήρης; τέλειος |
coverage abbr. | |
gen. | πληθυσμιακή κάλυψη |
agric. | ψεκασμός κάλυψης |
commun. | χώρος κάλυψης; κάλυψη εκπομπής |
el. | επιφάνεια κάλυψης δορυφόρου |
law | πεδίο εφαρμογής; όρια ισχύος |
math. | κάλυψη |
met. | βάρος απαιτούμενου υλικού ανά μονάδα επιφάνειας για τη δημιουργία στρώματος ορισμένου πάχους |
| |||
πλήρες; ολοκληρώνω; συμπληρώνω | |||
| |||
συμπερασματικά πλήρης | |||
πλήρης; τέλειος | |||
| |||
συμπλήρωση | |||
αποπερατώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
compl | |||
compl. | |||
| |||
Count On Making People Lives Easier To Enjoy |
complete : 254 phrases in 34 subjects |