Complementer | |
gen. | Συμπληρωτής |
sub | |
life.sc. | συστολή; σύνδεσμος |
sub... | |
gen. | υπο... |
circuit | |
commun. | κύκλωμα' τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα |
el. | τριφασική γραμμή μεταφοράς |
IT | τηλεπικοινωνιακή οδός; τηλεπικοινωνιακό κύκλωμα; τηλεπικοινωνιακός φορέας |
| |||
κύκλωμα συμπληρώματος | |||
| |||
Συμπληρωτής m |
complementer : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |