complementary | |
gen. | συμπληρωματική; συμπληρωματικό |
set | |
agric. | φυτό; προοπτικές συγκομιδής |
fish.farm. | καλάδα; ψαριά |
industr. construct. | διαμορφωτικό σφυρί; στήσιμο |
IT | θέτω |
mech.eng. | συσκευή |
med. | πλαστική παραμόρφωσις |
transp. construct. | διείσδυση ανά κύκλο κτυπημάτων |
of | |
gen. | από |
statistical units | |
account. | στατιστικές μονάδες |
| |||
συμπληρωματική; συμπληρωματικό | |||
συμπληρωματικός |
complementary : 94 phrases in 28 subjects |