complementary | |
gen. | συμπληρωματική; συμπληρωματικό |
Field Effect Transistors | |
gen. | κρυσταλλοτρίοδοι επίδρασης πεδίου |
field effect transistor | |
IT nat.sc. | κρυσταλλολυχνία με φαινόμενο πεδίου; κρυσταλλολυχνίες με επίδραση πεδίου; κρυσταλλοτρίοδος φαινομένου πεδίου |
field-effect transistor | |
el. | τρανζίστορ εγκαρσίου πεδίου; τρανζίστορ επίδρασης πεδίου |
pair | |
comp., MS | δημιουργώ ζεύξη |
med. | ζεύγος; ζευγάρι; ζευγαρώνω ζευγάρωσα; συνουσιάζομαι συνουσιάστηκα |
pairing | |
comp., MS | ζεύξη |
med. | σύζευξις; ταίριασμα |
| |||
συμπληρωματική; συμπληρωματικό | |||
συμπληρωματικός |
complementary : 94 phrases in 28 subjects |