complement fixation | |
med. | σύνδεση του συμπληρώματος; δέσμευση συμπληρώματος |
on | |
gen. | ανοιχτό; επάνω; πάνω; προς |
platelet | |
med. | αιμοπετάλιο; θρομβοκύτταρο |
| |||
σύνδεση του συμπληρώματος; δέσμευση συμπληρώματος |
complement fixation : 13 phrases in 2 subjects |
Health care | 1 |
Medical | 12 |