compile abbr. | |
gen. | συντάσσω |
duration abbr. | |
comp., MS | διάρκεια |
econ. fin. | "διάρκεια" : μέθοδος υπολογισμού βασιζόμενη στο μέσο σταθμικό δείκτη διάρκειας |
energ.ind. | διάρκεια δράσεως ανέμου; χρóνος δράσεως ανέμου |
fin. | διάρκεια |
| |||
συντάσσω | |||
| |||
ερανισμός |
compiling : 12 phrases in 3 subjects |
Finances | 1 |
General | 1 |
Information technology | 10 |