compensation | |
gen. | αποζημίωση για βλάβες; αποζημίωση; αμοιβή |
environ. | αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση; αντιστάθμιση |
lab.law. | αντισταθμιστικές αποζημιώσεις |
mech.eng. | συσκευή ισοστάθμισης |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
αποζημίωση; αμοιβή | |||
αποζημίωση/αντιστάθμιση/αντιρρόπηση | |||
αντισταθμιστικές αποζημιώσεις | |||
συσκευή ισοστάθμισης | |||
αντιρρόπηση; αντιστάθμιση; συμψηφισμός m | |||
| |||
αποζημίωση για βλάβες | |||
| |||
αντιστάθμιση | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp | |||
compo | |||
comp. | |||
abc; automatic bass | |||
compen; compt | |||
| |||
C |
compensation : 297 phrases in 39 subjects |