compensate | |
gen. | αποζημιώνω |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
αντισταθμιστικός | |||
| |||
αποζημιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp |
compensating : 77 phrases in 24 subjects |