compensate | |
gen. | αποζημιώνω |
developer | |
commun. IT | αναπτύσσων; σχεδιαστής |
comp., MS | προγραμματιστής |
construct. mun.plan. | εργολάβος κατασκευών; εταιρεία κατασκευής και αξιοποίησης ακινήτων; κατασκευαστής ακινήτων; κατασκευαστική εταιρεία |
cultur. | εμφανιστής; προϊόν εμφάνισης; διάταξη εμφάνισης |
| |||
αντισταθμιστικός | |||
| |||
αποζημιώνω | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp |
compensating : 77 phrases in 24 subjects |