compartment | |
comp., MS | διαμέρισμα |
fin. | τμήμα του χρηματιστηρίου των Παρισίων |
food.ind. | κλωβός |
forestr. | δασοσυστάς |
mater.sc. | ερμάριο |
med. | τομέας; χώρος; διαμέρισμα |
transp. | διαμέρισμα επιβατάμαξας; χώρος επιβατάμαξας |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
duct | |
chem. | μελανοκιβώτιο |
earth.sc. mech.eng. | σωλήνωση |
el. | διασταύρωση |
mech.eng. | αεραγωγός; γραμμή αέρα; σωλήνας αέρα; σωλήνας |
mech.eng. el. | διαχυτής; κωνοειδής αγωγός; συγκεντρωτής |
inlet temperature | |
el. | θερμοκρασία εισόδου |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
τομέας m; χώρος m | |||
| |||
διαμέρισμα n (An abstraction (not a specific storage location) that consists of one or more isolated storage files, called stores, which contain the actual directory locations where data is stored. Any kind of data can be saved in the store) | |||
τμήμα του χρηματιστηρίου των Παρισίων | |||
κλωβός m; θάλαμος m | |||
δασοσυστάς m | |||
ερμάριο n | |||
διαμέρισμα n | |||
διαμέρισμα επιβατάμαξας; χώρος επιβατάμαξας | |||
κυψέλη f | |||
English thesaurus | |||
| |||
comp; comprt; compt | |||
| |||
cmpt |
compartment : 167 phrases in 27 subjects |