compact | |
gen. | συμπαγής |
construct. | καθιστώ συμπαγές; συμπίεση |
met. | συμπιεσμένο αντικείμενο |
nat.sc. agric. | μικρόσωμος |
compacting | |
gen. | συμπίεση με ελκυστήρα |
construct. mun.plan. | αύξηση πυκνότητας κατοίκησης |
industr. construct. | πρεσάρισμα; συμπίεση |
life.sc. | συμπαγοποίηση |
stream | |
gen. | ροή/παροχή υγρού |
agric. construct. | ρεύμα αρδευτικού ύδατος; νάμα αρδευτικού ύδατος |
comp., MS | ροή |
forestr. | ποτάμι; ρέμα |
life.sc. | υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη |
| |||
συμπίεση με ελκυστήρα; συμπίεση χόρτου; συμπύκνωση χορτονομής; συσσώρευση | |||
αύξηση πυκνότητας κατοίκησης | |||
πρεσάρισμα; συμπίεση | |||
συμπαγοποίηση | |||
κυλινδρική προδιαμόρφωση | |||
| |||
συμπαγής | |||
συμπιεσμένο αντικείμενο | |||
μικρόσωμος | |||
| |||
καθιστώ συμπαγές; συμπίεση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cmpt; cpct | |||
| |||
computer programmed automatic checkout and test system |
compacted : 119 phrases in 27 subjects |