| |||
συμπίεση με ελκυστήρα; συμπίεση χόρτου; συμπύκνωση χορτονομής; συσσώρευση | |||
αύξηση πυκνότητας κατοίκησης | |||
πρεσάρισμα; συμπίεση | |||
συμπαγοποίηση | |||
κυλινδρική προδιαμόρφωση | |||
| |||
συμπαγής | |||
συμπιεσμένο αντικείμενο | |||
μικρόσωμος | |||
| |||
καθιστώ συμπαγές; συμπίεση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cmpt; cpct | |||
| |||
computer programmed automatic checkout and test system |
compacted : 119 phrases in 27 subjects |