commutator | |
gen. | κομμυτατέρ; συλλέκτης,μεταγωγός,διακόπτης αναστροφής |
el. | συλλέκτης με ελάσματα |
spark | |
gen. | σπινθηρίζω; κινώ |
sparking | |
astronaut. transp. | Σπινθήρες |
| |||
κομμυτατέρκν m; συλλέκτης,μεταγωγός,διακόπτης αναστροφής | |||
συλλέκτης με ελάσματα | |||
μετατροπέας m; περιστρεφόμενος μετατροπέας; συλλέκτης m | |||
English thesaurus | |||
| |||
comm | |||
com |
commutator : 35 phrases in 5 subjects |
Earth sciences | 1 |
Electronics | 6 |
Information technology | 1 |
Mechanic engineering | 21 |
Transport | 6 |