common | |
gen. | συνήθης; σύνηθες |
agric. | κοινή διαλογή |
module | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
| |||
κοινή διαλογή | |||
κοινός | |||
| |||
συνήθης; σύνηθες | |||
English thesaurus | |||
| |||
common sense | |||
com; comm; comn | |||
| |||
c'mon (misconception of the words "come on," it should be "c'mon" |
common : 1453 phrases in 54 subjects |