commitments entered into | |
fin. | πραγματοποιηθείσες αναλήψεις υποχρεώσεων |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
chargeable | |
tax. | τιμολογούμενος; υποκείμενος σε τέλη; φορολογούμενος |
to | |
gen. | έως; σε; για; διεκδικώ |
el. | επιβράδυνση; ανάσχεση |
forestr. | κολλώ |
available | |
gen. | διαθέσιμη; διαθέσιμο |
commun. | ήδη δημοσιευμένο |
comp., MS | διαθέσιμος; Διαθέσιμος |
Commitment appropriations | |
fin. | Πιστώσεις Αναλήψεων Υποχρεώσεων |
commitment appropriation | |
fin. | πίστωση αναλήψεως υποχρεώσεων; πίστωση αναλήψης υποχρεώσεων; πίστωση υποχρεώσεων; δέσμευση ανάληψης υποχρεώσεων |
fin. econ. | πίστωση αναλήψεων υποχρεώσεων |
commitment appropriations | |
gen. | ΠΑΥ; πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων |
| |||
πραγματοποιηθείσες αναλήψεις υποχρεώσεων |
commitments entered into : 6 phrases in 1 subject |
Finances | 6 |