commitment abbr. | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
Capacity abbr. | |
comp., MS | Δυνατότητα |
capacity abbr. | |
commun. transp. | κυκλοφοριακή ικανότητα |
comp., MS | χωρητικότητα |
forestr. | απόδοση |
IT tech. | χωρητικότητα μνήμης |
mech.eng. | όγκος εμβολισμού κυλίνδρου; κυβισμός κινητήρα; κυλινδρισμός; χωρητικότητα κυλίνδρου |
med. | χωρητικότητα |
| |||
δέσμευση (The memory manager's current systemwide total of memory pages that have been committed to either physical memory or a page file) | |||
υποχρέωση; ανάληψη δαπανών | |||
ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση | |||
δεσμεύσεις ή διορθωτικά μέτρα | |||
δέσμευση | |||
| |||
πράξεις αναλήψεως δαπανών; αναλήψεις υποχρεώσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
incarceration; The action of sending a person to a prison or mental institution. 2. The order directing an officer to take a person to a prison or mental institution | |||
comm; comt |
commitment : 285 phrases in 25 subjects |