combination | |
busin. labor.org. account. | συγχώνευση |
fin. | συνδυασμός |
industr. construct. | συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων |
stat. scient. | δεσμός; σύνδεση |
transp. | συνδυασμός τιμολογίων |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
overlap | |
med. | αλληλοεπικάλυψη; επικαλύπτω επικάλυψα; αλληλεπικαλύπτω; αλληλεπικάλυψα |
overlapping | |
chem. | ζώνη αλληλοκάλυψης |
commun. coal. | επικάλυψη |
industr. construct. | αλληλοκάλυψη; υπέρθεση |
stat. | σύμπτωση |
| |||
συγχώνευση f | |||
συνδυασμός m | |||
συνδυασμός νημάτων στην πλοκή για την δημιουργία ανοιγμάτων | |||
δεσμός m; σύνδεση f | |||
συνδυασμός τιμολογίων | |||
διασύνδεση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
strangle | |||
Method enabling a signaller to get a third circuit called "ghost circuit" from two existing telephone circuits. (FRA) |
combination : 163 phrases in 33 subjects |