Collector | |
gen. | Διοικητής Διαμερίσματος |
collector | |
agric. | λήπτης |
construct. | συλλεκτήριο στραγγιστήρι; κύριος αγωγός αποστραγγίσεως |
earth.sc. | συλλογέας |
earth.sc. mech.eng. | συλλεκτήριο ακροφύσιο |
el. | συλλέκτης |
mater.sc. | διακλαδωτήρας; δίκρουνο |
loop | |
commun. | βρόχος |
comp., MS | βρόχος |
el. | βρόχος σύζευξης; κλειστό κύκλωμα |
industr. construct. | βοστρυχώνω |
IT tech. | δίκτυο βρόχων; δίκτυο δακτυλίων |
med. | βρόγχος; βρόχος |
| |||
λήπτης | |||
συλλεκτήριο στραγγιστήρι; κύριος αγωγός αποστραγγίσεως | |||
συλλογέας | |||
συλλεκτήριο ακροφύσιο | |||
συλλέκτης | |||
διακλαδωτήρας; δίκρουνο | |||
συλλεκτήρια οδός | |||
| |||
Διοικητής Διαμερίσματος collector | |||
English thesaurus | |||
| |||
col; coll |
collector : 430 phrases in 24 subjects |