coherent | |
gen. | συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής |
structure | |
gen. | συγκροτώ |
comp., MS | δομή |
IT | δομή εγγράφου |
med. | δομή; συγκρότηση |
met. | δομή υλικού; ιστός |
transp. avia. | δομή αεροσκάφους; κέλυφος |
| |||
συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής | |||
English thesaurus | |||
| |||
coh |
coherent : 93 phrases in 18 subjects |