coherent | |
gen. | συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής |
detection | |
el. | φώραση; αποδιαμόρφωση |
environ. | ανίχνευση; εντοπισμός; φώραση; ανίχνευση/εντοπισμός/φώραση |
| |||
συνεκτική; συνεκτικό; συνεκτικός; συναφής | |||
English thesaurus | |||
| |||
coh |
coherent : 93 phrases in 18 subjects |