coding abbr. | |
med. | κωδίκευση; κωδικεύων; κωδικοποιός; κωδικοποίηση |
joint abbr. | |
el. | εξάρτημα σύνδεσης; κν.ρακόρ |
industr. construct. | ένωση |
life.sc. el. | σÙνδεσμος στεγανοποíησης |
med. | αρθρώνω άρθρωσα; συναρμόζω συνάρμοσα; συναρμοσμένος; σημείο συνένωσης; κόμβος; κλείδωση |
sequence abbr. | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing abbr. | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
κωδίκευση; κωδικεύων f; κωδικοποιός | |||
| |||
κωδικοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cdg; cod |
coding : 183 phrases in 19 subjects |