coding | |
med. | κωδίκευση; κωδικεύων; κωδικοποιός; κωδικοποίηση |
facilities | |
commun. | διευκολύνσεις' ευκολίες' μέσα |
commun. transp. | διευκολύνσεις; εγκαταστάσεις; ευκολίες; μέσα |
facility | |
gen. | διευκόλυνση |
comp., MS | εγκατάσταση |
| |||
κωδίκευση f; κωδικεύων; κωδικοποιός | |||
| |||
κωδικοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cdg; cod |
coding : 182 phrases in 19 subjects |