coding abbr. | |
med. | κωδίκευση; κωδικεύων; κωδικοποιός; κωδικοποίηση |
desk abbr. | |
fin. commun. | ομάδα διαπραγματεύσεων |
law | μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης |
| |||
κωδίκευση; κωδικεύων f; κωδικοποιός | |||
| |||
κωδικοποίηση | |||
English thesaurus | |||
| |||
cdg; cod |
coding : 183 phrases in 19 subjects |