cochlear | |
med. | κοχλιακό νεύρο; κοχλιακός |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
| |||
κοχλιακό νεύρο; κοχλιακός |
cochlear : 45 phrases in 1 subject |
Medical | 45 |