coarse control | |
gen. | χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας; χονδροειδής ρύθμισις |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
| |||
χονδροειδής ρύθμιση αντιδραστικότητας; χονδροειδής ρύθμισις | |||
English thesaurus | |||
| |||
cc (Alex Lilo) |
coarse control : 2 phrases in 1 subject |
Mechanic engineering | 2 |