clip | |
mun.plan. | λαβίδα |
clipping | |
agric. | κουρά; κούρεμα |
IT | ψαλίδιση; περικοπή |
met. | τελική διάτμηση |
stat. scient. el. | αποκοπή συλλαβών ομιλίας; ψαλιδισμός ομιλίας |
clippings | |
industr. construct. | αποκόμματα; απορρίμματα |
controller | |
agric. | χειριστήριο |
commun. transp. | συντονιστής φωτεινής σηματοδοτήσεως |
comp., MS | ελεγκτής |
earth.sc. mech.eng. | βοηθητική διάταξη ρυθμίσεως |
mech.eng. | ρυθμιστής; ρυθμιστική διάταξη; συσκευή ελέγχου; όργανο ελέγχου |
| |||
κουρά f; κούρεμα n | |||
ψαλίδιση; περικοπή f | |||
τελική διάτμηση | |||
αποκοπή συλλαβών ομιλίας; ψαλιδισμός ομιλίας | |||
| |||
αποκόμματα n; απορρίμματα n | |||
ξέσματα n | |||
| |||
συνδετήρας | |||
αρμός; σύνδεση | |||
σύνδεσμος καλωδίου; κολάρο καλωδίου | |||
λαβίδα | |||
κλίπ | |||
μέσο σύνδεσης; πόρπη | |||
English thesaurus | |||
| |||
cheat (Watch out or they will clip you at that bar) |
clipping : 179 phrases in 23 subjects |