domain | |
gen. | επικράτεια |
commun. | τομέας |
commun. IT | τομέας ; πεδίο |
comp., MS | τομέας |
el. | περιοχή υψηλού πεδίου; περιοχή φαινομένου Gunn |
IT el. | πεδίο; πεδίο τιμών |
routing | |
commun. | οδός διαβίβασης; δρομολόγηση κίνησης |
comp., MS | δρομολόγηση |
earth.sc. life.sc. | υπολογισμός διαδόσεως πλημμυρικού κύματος |
el. | δρομοθέτηση; διάνοιξη διαδρομής; όδευση |
industr. construct. | βαθεία άροσις |
classless : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |