civil | |
gen. | αστική; αστικό; αστικός; ευγενής |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
αστική; αστικό; αστικός; ευγενής | |||
English thesaurus | |||
| |||
civ | |||
civ. |
civil : 448 phrases in 35 subjects |