chemical | |
gen. | χημική; χημικά προϊόντα |
environ. | χημική ουσία; χημικό; χημική ουσία/χημικό |
forestr. | χημικό |
med. | χημικός |
nat.sc. industr. chem. | χημική ουσία; χημικό προϊόν |
architecture | |
econ. | αρχιτεκτονική |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
cortex | |
med. | φλοιός; φλοιός επινεφριδιών; φλοιώδης μοίρα επινεφριδιών; φλοιώδης ουσία λεμφογαγγλίων; περίβλημα; φλοιός του εγκεφάλου |
| |||
χημική; χημικά προϊόντα | |||
χημική ουσία/χημικός | |||
χημικό m | |||
χημικός m | |||
χημική ουσία; χημικό προϊόν | |||
| |||
χημική ουσία; χημικό m (ς) | |||
| |||
χημικές ουσίες | |||
English thesaurus | |||
| |||
chem. | |||
chem; cml | |||
| |||
Engineers | |||
| |||
CHIP (Yeldar Azanbayev) |
chemical : 842 phrases in 41 subjects |