Checking abbr. | |
gen. | Έλεγχος |
checking abbr. | |
gen. | αντιπαραβολή |
chem. met. | μικρορηγμάτωση |
commun. | επαλήθευση |
industr. construct. | ράγισμα; ρωγμή; σκάσιμο |
IT dat.proc. | έλεγχοι; έλεγχος |
met. | έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέρα |
program abbr. | |
comp., MS | πρόγραμμα |
IT tech. | προγραμματίζω |
med. | ρουτίνα; πρόγραμμα |
| |||
αντιπαραβολή | |||
μικρορηγμάτωση | |||
επαλήθευση | |||
ράγισμα; ρωγμή; σκάσιμο | |||
έλεγχοι; έλεγχος | |||
έλεγχος κίνησης του φορτίου με διακοπή ή με μείωση εμφύσησης αέρα | |||
Παρεμπόδιση αύξησης αναστολή αύξησης σταμάτημα της αύξησης | |||
| |||
Έλεγχος | |||
English thesaurus | |||
| |||
Typically a read-through of a disaster recovery plan DRP without any real actions taking place (Generally involves a reading of the plan, discussion of the action items and definition of any gaps that might be identified) | |||
ckg |
checking : 134 phrases in 24 subjects |