chain | |
forestr. | αλυσίδα |
industr. construct. | αλυσίδα τραβήγματος; στήμων υφάσματος |
med. | αλυσίδα |
transp. construct. | σχοινί; καλώδιο |
transp. mech.eng. | βρόχος αλυσίδας |
work.fl. IT | ταξινομητική αλυσίδα |
chaining | |
agric. construct. | διέλευσις αλύσου |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
αλυσίδα f (αντιολισθητική) | |||
αλυσίδα τραβήγματος; στήμων υφάσματος | |||
αλυσίδα f | |||
σχοινί; καλώδιο | |||
βρόχος αλυσίδας | |||
ταξινομητική αλυσίδα | |||
| |||
βαριά αλυσίδα; αλυσίδα Η | |||
| |||
περίζωσις | |||
διέλευσις αλύσου | |||
αλύσσωση' αλυσιδωτή σύνδεση | |||
βυθοκαθαρισμός | |||
αλύσωση | |||
αλυσιδωτή σύνδεση | |||
αλληλουχία; συνάφεια | |||
English thesaurus | |||
| |||
chn | |||
ch (Himera) | |||
ch | |||
20.1168m=20.1168m | |||
| |||
Communities Helping Adults In Need | |||
Contact, Help, Advice, Information, Network For Effective Health Care (database) |
chain : 826 phrases in 43 subjects |