certification | |
agric. | φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό |
environ. | πιστοποίηση; βεβαίωση; χορήγηση πιστοποιητικού |
Hierarchy | |
comp., MS | Ιεραρχία |
hierarchy | |
comp., MS | ιεραρχία |
market. fin. IT | Ιεραρχία |
math. | ιεραρχία |
| |||
φυτοϋγειονομικό πιστοποιητικό | |||
πιστοποίηση f | |||
| |||
πιστοποίηση f; βεβαίωση f; χορήγηση έκδοση πιστοποιητικού | |||
English thesaurus | |||
| |||
recertification (MichaelBurov) | |||
A judge's order to move a criminal case to another court in a different county | |||
cert |
certification : 167 phrases in 29 subjects |