central control abbr. | |
transp. | κεντρική διεύθυνση ελέγχου; κεντρική διεύθυνση λειτουργίας; κεντρική ρύθμιση |
module abbr. | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
industr. construct. | μικροκλίβανος; μικρός κλίβανος |
IT | δομική ενότητα; δομικό στοιχείο; δομοστοιχείο |
with abbr. | |
gen. | με |
memory abbr. | |
commun. | διακόπτης μνήμης |
comp., MS | μνήμη |
health. | προσληπτική λειτουργία της μνήμης |
IT | αποθήκευση; μονάδα μνήμης |
| |||
κεντρική διεύθυνση ελέγχου; κεντρική διεύθυνση λειτουργίας; κεντρική ρύθμιση |
central control : 27 phrases in 7 subjects |
Communications | 8 |
Electronics | 1 |
General | 1 |
Information technology | 3 |
Medical | 1 |
Taxes | 2 |
Transport | 11 |