cellular | |
commun. IT | κυψελοειδής |
comp., MS | δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό |
med. | κυτταρικός |
Datum | |
IT | Δεδομένο |
data | |
comp., MS | δεδομένα |
stat. | στοιχεία; δεδομένο |
datum | |
earth.sc. | γεωδαιτικό δεδομένο; γεωδαιτικό σημείο; γεωδαιτικό σύστημα αναφοράς |
math. | δεδομένα |
tech. construct. | γραμμή βάσεως |
| |||
κυψελοειδής | |||
δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό (A radio network that provides coverage for cellular telephone communications) | |||
κυτταρικός | |||
κυψελωτός; φατνιακός |
cellular : 212 phrases in 19 subjects |