cellular abbr. | |
commun. IT | κυψελοειδής |
comp., MS | δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό |
med. | κυτταρικός |
array abbr. | |
gen. | παράταξη |
comp., MS | πίνακας |
el. | διάταξη κεραιών; κατευθυντική κεραιοστοιχία; κεραιοστοιχία; στοιχειοκεραία |
IT | μήτρα |
math. | συστοιχία; διατεταγμένης σειράς |
| |||
κυψελοειδής | |||
δίκτυο κινητής τηλεφωνίας, κινητό (A radio network that provides coverage for cellular telephone communications) | |||
κυτταρικός | |||
κυψελωτός; φατνιακός |
cellular : 212 phrases in 19 subjects |