end | |
el. | άκρο |
industr. construct. | άκρια; φιτίλι |
mech.eng. | ελεύθερο άκρο ατράκτου λήψης ισχύος; κεφαλή ανυψωτήρα |
mun.plan. | κλωστή |
transp. | άκρη; οπίσθια πλευρά; οπίσθιο τοίχωμα; εμπρόσθια πλευρά |
station | |
commun. | χειροσυσκευή; μικροτηλέφωνο; τηλέφωνο; τηλεφωνικό όργανο; τηλεφωνική συσκευή |
environ. | σταθμός |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
Attachment | |
comp., MS | Συνημμένο |
attachment | |
gen. | προσάρτηση |
commun. tech. | σύναψη; σύνδεση; προσάρτημα |
comp., MS | συνημμένo |
IT | Σύναψη |
law | κατάσχεση εις χείρας τρίτου; συντηρητική κατάσχεση; κατάσχεση |
mech.eng. | πρόσθετη διάταξη; προσαρτούμενα εξαρτήματα |
device | |
gen. | διάταξη; εξοπλισμός; διαγνωστικό προϊόν' μηχανισμός σήμανσης |
commun. R&D. nucl.phys. | διάταξη' συσκευή |
comp., MS | συσκευή; συσκευή |
English thesaurus | |||
| |||
CIF | |||
CIF (ATM Forum) |
cells in frames : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |