carrier identification | |
el. | ταυτότητα φορέα; ID φορέα |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
ταυτότητα φορέα; ID φορέα |
carrier identification : 2 phrases in 1 subject |
Electronics | 2 |