carrier abbr. | |
agric. | φορεύς |
comp., MS | φέρον σήμα, πάροχος κινητής τηλεφωνίας |
el. | φέρον κύμα; φερέσυχνο |
environ. | φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας |
industr. construct. | σαΐτα; φορέας βαφής; βαριδάκι |
med. | μεταφορέας; φορέας |
access code abbr. | |
commun. IT | κώδικας πρόσβασης; κώδικας προσπέλασης |
comp., MS | κωδικός πρόσβασης |
| |||
φορεύς | |||
φέρον σήμα, πάροχος κινητής τηλεφωνίας (A company that provides telephone and other communications services to consumers) | |||
φορτισμένο σωματίδιο | |||
φέρον κύμα; φερέσυχνο; φέρουσα συχνότητα; φέρουσα; φέρουσα σήματος | |||
φορέας/ξενιστής/έκδοχο/μεταφορέας f | |||
φιλοξενών φορεύς,ξενιστής | |||
σαΐτα; φορέας βαφής; βαριδάκι | |||
ιδιοσυσκευή μετάδοσης στρεπτικής ροπής; κώδωνας καθοδήγησης; μεταφορική τράπεζα | |||
μεταφορέας f; φορέας f; μικροβιοφορέας | |||
μεταφορικό μέσο | |||
φορέας ραδιενεργού ιχνοστοιχείου | |||
φορέας παθογόνων | |||
υλικό για τη μεταφορά ηλεκτρονικών δεδομένων | |||
εργολάβος μεταφορών με μικρό φορτηγό αυτοκίνητο; φορέας μεταφοράς | |||
φλάτζα συγκράτησης | |||
| |||
φορείς | |||
English thesaurus | |||
| |||
car; carr |
carrier : 927 phrases in 35 subjects |