capital | |
gen. | κεφαλαίο γράμμα; πρωτεύουσα |
comp., MS | κεφάλαιο |
econ. market. | ιδιοκτησία; κεφάλαιο; περιουσία |
industr. construct. | κιονόκρανο |
law | εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο |
commitment | |
comp., MS | δέσμευση |
fin. | υποχρέωση; ανάληψη δαπανών |
insur. commun. food.ind. | ανάληψη υποχρέωσης/ δέσμευση |
law commer. | δεσμεύσεις |
law fin. | δέσμευση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
Account | |
comp., MS | Λογαριασμός |
account | |
econ. | λογαριασμός |
fin. | περίοδος εκκαθάρισης |
accounting | |
econ. | λογιστική |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
accounts | |
fin. | λογαριασμοί; λογιστική; λογιστική κατάσταση |
fin. econ. account. | οικονομικές καταστάσεις |
fin. med. | Λογιστική Οργάνωση |
| |||
κεφαλαίο γράμμα; πρωτεύουσα f | |||
κεφάλαιο m (The amount of owners' investment in a business plus retained earnings) | |||
ιδιοκτησία; κεφάλαιο m; περιουσία f | |||
κιονόκρανο | |||
εταιρικό κεφάλαιο; μετοχικό κεφάλαιο | |||
κεφάλαιο ατομικών επιχειρήσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
cap (Vosoni) | |||
| |||
Capital Area Partnership Impacting Tobacco And Lifestyles; Clients And Professionals In Training And Learning | |||
Center For Advanced Partnerships In Technology And Learning |
capital : 1059 phrases in 35 subjects |