capacitative abbr. | |
earth.sc. | χωρητικός |
positional abbr. | |
med. | της θέσεως |
sensor abbr. | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
χωρητικός |
capacitative : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |