canonical correlation | |
stat. | κανονική συσχέτιση; κανονιστική συσχέτισις |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
| |||
κανονική συσχέτιση; κανονιστική συσχέτισις |
canonical correlation : 2 phrases in 1 subject |
Statistics | 2 |