candidate | |
econ. | υποψήφιος |
case | |
gen. | σε περίπτωση; παράδειγμα; πτώση |
agric. industr. | βρέξιμο; εμβάπτιση |
comp., MS | υπόθεση |
el. | εξωτερική μόνωση; πολλαπλό κιβώτιο |
mun.plan. | κιβωτίδιο για λουκέτο; περικάλυμμα λουκέτου |
for | |
gen. | για |
simplified procedure | |
law | απάντηση με αιτιολογημένη διάταξη; απλούστερη διαδικασία |
polit. | απλοποιημένη διαδικασία |
polit. law | απλουστευμένη διαδικασία' απλοποιημένη διαδικασία |
| |||
υποψήφιος | |||
English thesaurus | |||
| |||
cand |
candidate : 61 phrases in 20 subjects |