call processing | |
commun. | επεξεργασία κλήσης |
Unit | |
med. | μονάδα; τμήμα |
unit | |
comp., MS | μονάδα |
fin. | μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων |
mater.sc. | μονάδα πυρόσβεσης |
med. | μονάδα; οντότητα |
met. | προς κατεργασία κομμάτι |
stat. tech. | στοιχείο |
transp. | συσκευή |
call processing : 13 phrases in 1 subject |
Communications | 13 |