call processing | |
commun. | επεξεργασία κλήσης |
manager | |
busin. labor.org. | υπάλληλος διεύθυνσης |
econ. | διοικητικό στέλεχος; διευθυντής μιας επιχείρησης |
lab.law. | προïστάμενος αγροτικών επιχειρήσεων |
call processing : 13 phrases in 1 subject |
Communications | 13 |